- τοποκράτωρ
- τοπο-κράτωρ [pron. full] [ᾰ], ορος, ὁ,A = τόπαρχος 1, Paul.Al.O. 1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοποκράτωρ — ορος, ὁ Α ο τόπαρχος*, αυτός που κατέχει την εξουσία σε έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + κράτωρ (< κρατῶ, βλ. λ. αυτοκράτορας), πρβλ. πλουτο κράτωρ] … Dictionary of Greek
τοποκράτορας — τοποκράτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek